- τηθίβιος
- τηθίβῐος [θῐ], ἡ, = foreg., Eust.971.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τηθίβιος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηθίβιος — ἡ, Μ η τηθία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη /τηθία + βίος] … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek